ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΗΝ
ΜΝΗΜΗ ΟΛΩΝ
ΤΩΝ ΒΑΡΕΛΟΠΟΙΩΝ ΤΗΣ
ΣΩΠΙΚΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ
ΤΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΗΡΙΑ
Ο
Μιχάλης Σέρβος τίμησε τους Σωπικιώτες στην Βόρειο Ήπειρο με την δωρέα,
του μνημείου των Βαρελοποιών, που τοποθετήθηκε στην Σωπική. Michael
Servos, he honored the Sopikiotes in Northern Epirus, Greece by
donating the Monument of the Cooper-makers, which stands at Sopiki.
TO ΒΑΡΕΛΙ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ
Το
βαρέλι, όπως η βάρκα και η ρόδα, προήλθε από τον κορμό των δένδρων όταν
τον σκάλισαν για να φτιάξουν δοχεία. Για να τα κάνουν πιο γερά τα
τύλιξαν με σχοινί ή στεφάνια από ξύλο και τότε γεννήθηκε η πρώτη ιδέα
γι' αυτό που αργότερα θα γινόταν το βαρέλι, όπως το γνωρίζουμε
σήμερα. Όμως
η μεταφορά και η διατήρηση των υγρών μέσα στα πρωτόγονα αυτά δοχεία,
που ήταν ανοιχτά από την μια πλευρά, ήταν επίπονη και επικίνδυνη.
Επίπονη, γιατί το πρωτόγονο αυτό δοχείο έπρεπε να μεταφέρεται πάντα
όρθιο και επικίνδυνη, γιατί ανοιχτό όπως ήταν, εύκολα μπορούσε να
αλλοιωθεί το περιεχόμενο ή να αδειάσει. Γεννήθηκε λοιπόν η ιδέα του
κλειστού δοχείου με ένα δεύτερο πυθμένα σφηνωμένο στα πλαϊνά
τοιχώματα. Από
την κατασκευή τους τα πρώτα αυτά δοχεία είχαν τον ένα πυθμένα πιο
μικρό. Το δοχείο λοιπόν είχε μια κωνικότητα που δυστυχώς τους εμπόδιζε
να το ρίξουν κάτω και να το "τσουλήσουν". Το βαρέλι γύριζε γύρω από το
μικρότερο πυθμένα. Σύντομα όμως η λύση βρέθηκε, το βαρέλι απέκτησε ένα
φούσκωμα στη μέση (έγινε μπομπέ) έτσι ώστε να "τσουλάει" και να στρίβει
εύκολα προς κάθε κατεύθυνση. Οι δύο πυθμένες πλέον απέκτησαν την ίδια
διάμετρο. Το βαρέλι όπως το ξέρουμε σήμερα, γεννήθηκε. Όσο
εύκολο είναι να περιγράψουμε την κατασκευή αυτού του πρώτου βαρελιού
τόσο δύσκολο είναι να την τοποθετήσουμε χρονικά. Υπάρχουν αναφορές για
τη χρησιμοποίηση βαρελιών κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους (ο Ρωμαίος
Πλίνιος αναφέρει ότι "... κοντά στις 'Αλπεις τοποθετούν το κρασί μέσα
σε ξύλινα δοχεία για να μην παγώσει από το κρύο του χειμώνα"). Μια
πρώτη απεικόνιση βαρελιού βρίσκεται στη στήλη του Τραϊανού που
περιγράφει την προετοιμασία της εκστρατείας του κατά των Δακών (101 -
107 μ.Χ.), αργότερα (3ος αιώνας μ.Χ.) βρίσκουμε σε μάρμαρο σκαλισμένη
την εικόνα πλοίου που μεταφέρει βαρέλια. Με
την πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την επικράτηση των βαρβάρων η
αμπελοκαλλιέργεια εγκαταλείφθηκε σε μεγάλο βαθμό και συγχρόνως έπαψε η
χρήση των βαρελιών. Γύρω στο 10 αιώνα μ.Χ. η αμπελοκαλλιέργεια
ξανάρχισε και τα βαρέλια άρχισαν να ξανακατασκευάζονται για να
βοηθήσουν τη νέα εμπορική ανάπτυξη. Στην
περίοδο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας το αμπέλι προστατεύθηκε ιδιαίτερα
από το κράτος, μια και το φορολογικό σύστημα βασιζόταν κυρίως στη
γεωργία για την άντληση φόρων. Τα δοχεία υποδοχής του κρασιού που
υπήρχαν ήταν ο βίκος ή το βίκιν, οι πίθοι ή τα πιθάρια, ή αλλιώς
κουρούπια ή κορύπια. Παράλληλα χρησιμοποιούνται και τα ξύλινα βυτία ή
βουτσία. Η
Φραγκοκρατία, όπου αυτή υπήρξε, διατήρησε και αύξησε το εμπόριο, πράγμα
που βοήθησε την τέχνη κατασκευής των βαρελιών να επιβιώσει. Αντίθετα η
τουρκική κατοχή έριξε σε μαρασμό την αμπελοκαλλιέργεια. Επόμενο ήταν να
σβήσει και η κατασκευή των ξύλινων δοχείων και ξαναρχίζει αργότερα μετά
την απελευθέρωση. Το
επάγγελμα του βαρελά γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη (προπολεμικά στο Ηράκλειο
της Κρήτης υπήρχαν γύρω στους 50), μια και το ξύλο ήταν υλικό αντοχής,
σχετικά ελαφρύ, σίγουρα πιο ελαφρύ από τον πηλό, εύπλαστο και σε
μερικές δασώδεις περιοχές εύκολο να βρεθεί. Τα ξύλινα δοχεία, για να
μην μιλήσουμε μόνο για βαρέλια, είχαν πάρα πολλές χρήσεις. Σ' αυτά
αποθηκευόταν το λάδι, το τυρί, το κρασί, το τσίπουρο, μετέφεραν νερό
(τσότρες) αλλά ακόμα τα χρησιμοποιούσαν για το θειάφισμα. Ανάλογα με τη
χρήση είχαν και το δικό τους όνομα. Κρασοβάρελα, λαδοβάρελα ή
κιτροβάρελα. Τα
βαρελάδικα, που συχνά είχαν το μέγεθος μικρής βιομηχανίας, αναπτύχθηκαν
κοντά στα λιμάνια για να εξυπηρετούν τις μεταφορές με τα καράβια. Αν
και το κύριο προϊόν τους ήταν τα βαρέλια κατασκεύαζαν και πουλούσαν
επίσης τσότρες, μαστέλα και κουβάδες. Υπήρχαν όμως και βαρελάδες
περιπλανόμενοι. Αυτοί ήταν περιστασιακοί, μια και εργάζονταν για τη
συντήρηση των βαρελιών σε περιόδους που αυτά ήταν άδεια και για τα
κρασοβάρελα αυτή η περίοδος ήταν το καλοκαίρι πριν τον τρύγο. Οι
περιπλανόμενοι αυτοί συνήθως δεν κατασκεύαζαν βαρέλια ή δοχεία αλλά
επιδιόρθωναν τα χαλασμένα, ενώ τον υπόλοιπο καιρό ήταν
μαραγκοί. Αλλά
και για τους σταθερούς βαρελάδες η περίοδος της εργασίας τους άρχιζε
πριν ή γύρω στο Πάσχα, γιατί τότε έκαναν τις προμήθειές τους σε ξύλα
και έπαιρναν τις πρώτες παραγγελίες για τον ερχόμενο τρύγο. Αν και οι
μεγάλες και οργανωμένες οινοποιείες προγραμμάτιζαν τις αγορές τους δεν
έλειπαν όμως οι καθυστερημένοι πελάτες ή οι ανάγκες της τελευταίας
στιγμής. Το αποκορύφωμα της δουλειάς ήταν τον Αύγουστο, κάτι που
αποδίδει τέλεια το ακόλουθο δίστοιχο: "Βαρελάδες
και γαϊδάροι, Αύγουστο
έχουνε τη χάρη" Τα
ρακοβάρελα ήταν μικρά, τα λαδοβάρελα χωρούσαν μέχρι 200 κιλά, για να
μπορούν να φορτώνονται εύκολα. Στα κρασοβάρελα οι διαστάσεις
κυμαίνονται, συχνά φτάνουν τα δέκα ή και είκοσι χιλιάδες κιλά. Είναι οι
"λάντζες" μικρές κωνικές δεξαμενές, με ιδιαίτερη τεχνική στην κατασκευή
τους που λίγοι μαστόροι την κάτεχαν. Κάθε
περιοχή είχε υιοθετήσει και διαφορετικά μεγέθη ανάλογα με τη χρήση. Στη
Σαντορίνη υπήρχε η "άφουρα" (1.008 οκάδες), η "μπόμπα" (400 - 600
οκάδες), η "μισομπόμπα" (250 - 300 οκάδες), το "βουτσί" (336 οκάδες), η
"βαρέλα" (40-60 οκάδες, γνωστό ως "βαρέλιο" κατά τους βυζαντινούς
χρόνους) και τέλος το "ενετικό βαρέλι" (48 οκάδες κατά την
Eνετοκρατία). Στη
Ζάκυνθο το "σταμνί" (21 λίτρα), η "βαρέλα" (62 - 62 λίτρα) ή ακόμα και
το "μισόσταμνο" (10,5 λίτρα). Στην
Κρήτη τα "τρακοσάρια", οι "μπόμπες" και τα "βουτσιά". Ανάλογα
τη χρήση για την οποία προορίζονταν τα βαρέλια διέφερε η ξυλεία που
χρησιμοποιούσαν. Για τα ρακοβάρελα και τα κιτροβάρελα χρησιμοποιούν το
ξύλο της οξιάς, ενώ για τα λαδοβάρελα και τα κρασοβάρελα αναγνώριζαν
την υπεροχή της δρυός. Η καστανιά, που υλοτομείτο εντός του Ελλαδικού
χώρου, ήταν το τρίτο υλικό όμως το ξύλο της χρωματίζει το κρασί γι'
αυτό χρησιμοποιείται σπανιότερα. Η
κατασκευή του βαρελιού, τέχνη και επίπονη εργασία έχει μια ομορφιά και
μια μαγεία. Δανείζομαι την περιγραφή από την εργασία της κας Καλλιρόης
Παλυβού "Κάναβες και βαρελοποιΐα στο Ακρωτήρι (Ιστορία του Ελληνικού
Κρασιού, Έκδοση Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ)". "...
Το ξύλο παραγγέλνεται από τον Πειραιά και φτάνει στη Σαντορίνη με τη
μορφή σανίδων συγκεκριμένων διαστάσεων, ανάλογα με τα βαρέλια που
πρόκειται να κατασκευαστούν. Οι σανίδες αυτές ονομάζονται από την αρχή
"ντούγες" και χρεώνονται με το κομμάτι (200-250 δρχ. η ντούγα από
καστανιά και 500 δρχ. από δρυ). Ο
τρόπος κατασκευής είναι ο ίδιος για όλα τα μεγέθη βαρελιών. Πρώτα
ετοιμάζονται οι ντούγες. Κάθε σανίδα στήνεται πάνω στο τραπέζι από
κορμό δένδρου και αρχίζει το πελέκημα στα δύο άκρα με την νταγιαδούρα,
μετά το ξύλο στήνεται πλάι και πελεκώντας μειώνεται το πάχος του στο
κέντρο, για να μπορεί να λυγίζει. Με το ροκάνι του δίνουν τη φόρμα και
με το πριόνι χαράζουν παράλληλες εγκοπές στην κεντρική περιοχή για να
λυγίζει ευκολότερα. Τέλος πλανιάρεται με την πλάνη. 'Οταν
ετοιμαστούν οι ντούγες, τις στιβώνουν και αρχίζει πλέον το σκάρωμα του
βαρελιού. Με τη βοήθεια ενός δίχαλου, κάτι σαν μανταλάκι που θα
συγκρατήσει προσωρινά το πρώτο ξύλο, τοποθετούνται οι ντούγες η μία
δίπλα στην άλλη στην εσωτερική πλευρά μιας στεφάνης που λέγεται φόρμα
και αποτελεί προσωρινό οδηγό για το σκάρωμα του βαρελιού. Τα επιδέξια
χέρια του τεχνίτη συγκρατούν τα ξύλα μεταξύ τους, ωσότου ο κύκλος
κλείσει (η "άφουρα", για παράδειγμα, θέλει 36 ντούγες). Με
το σφυρί βαγιάρει μετά τις ντούγες -ισιώνει δηλαδή τα άκρα τους- και
τοποθετεί, σφυροκοπώντας τη σφήνα, μια ακόμα φορά λίγο χαμηλότερα από
την πρώτη, ώστε να αρχίσουν να κλείνουν σιγά σιγά οι ντούγες. Αφού
περαστούν οι μισές φόρμες_, το βαρέλι αναποδογυρίζεται. Τώρα όμως οι
ντούγες στέκουν ανοιχτές σαν βεντάλια και για να έρθουν στη θέση τους
πρέπει να σφιχτούν σιγά σιγά με ειδικό εργαλείο που λέγεται βίδα, ενώ
παράλληλα θα περνιούνται οι φόρμες. Στα μεγάλα βαρέλια η δoυλειά αυτή
είναι δύσκολη και για να μένει μαλακό το ξύλο, ώστε να μπορεί να
λυγίζει, πρέπει να είναι ζεστό και υγρό. 'Ετσι, στήνουν μια σχάρα στο
κέντρο του βαρελιού, όπου ανάβουν φωτιά, ενώ συγχρόνως καταβρέχουν
συνέχεια τις ντούγες μέσα και έξω. Ως καύσιμη ύλη χρησιμοποιούν τα
υπόλοιπα των ξύλων, που μένουν από το πελέκημα της δούγας και που
ονομάζονται φετσακούδα. 'Οταν τα ξύλα μαλακώσουν, αρχίζουν να στρίβουν
σιγά σιγά τη βίδα, σφίγγοντας σταδιακά τις ανοιχτές ντούγες, ώσπου να
σμίξουν: δουλειά κοπιαστική και σκληρή γιατί καίγονται τα χέρια και
θέλει ιδιαίτερη δύναμη στο σφίξιμο. Τα
ξύλα με τις φόρμες θα μείνουν λίγη ώρα κοντά στη φωτιά να ψηθούν, και
όταν κρυώσουν, οι ντούγες θα έχουν πλέον πάρει οριστικά το καμπύλο
σχήμα που τoυς έδωσε ο μάστορας. Τότε αφαιρούν πλέον τις φόρμες
-αξεφορμιζουν, όπως λένε- και τοποθετούν τα τσέρκια, τις μεταλλικές
στεφάνες δηλαδή. Τα τσέρκια παλιότερα ήταν ξύλινα. Είναι 8 ή 10 (μικρό
ή μεγάλο βαρέλι) και τοποθετούνται συμμετρικά ως προς το κέντρο του
βαρελιού σε αποστάσεις μεταξύ τους που μεγαλώνουν όσο πλησιάζουν στο
κέντρο. Έχουν δε τις ονομασίες τους: κεφαλάρι το ακραίο, σιγόντο
(βοηθάει το κεφαλάρι), μπραέρι, φουνταμέντο. Στα μεγάλα βαρέλια υπάρχει
ένα ακόμα τσέρκι και το μπραέρι γίνεται πάνω και κάτω μπράερο. 'Οταν
έχουν πια τοποθετηθεί όλα τα τσέρκια και έχει σχηματιστεί το βαρέλι,
διαμορφώνονται τα δύο άκρα του. Με την πλανοπούλα ισιώνονται τα άκρα
των ξύλων και σχηματίζεται το όρλο -το χείλος του- το οποίο δεν είναι
τελείως επίπεδο, αλλά ελαφρά κοίλο - σαν φράγκικο καπέλο, όπως λέει ο
μαστρο-Μανόλης. Μετά γίνεται το καβάρισμα που είναι η λοξή απότμηση των
ξύλων προς την εσωτερική πλευρά του βαρελιού. Η εργασία γίνεται μ' ένα
ιδιόμορφο σκεπάρνι, το καβουροσκέπαρνο. Ανάλογα με το μέγεθος του
βαρελιού υπάρχει και μέγεθος σκεπαρνιού. 'Υστερα
γίνεται η πατούρα, η γράδωση, όπως λεγόταν παλιότερα, στο εσωτερικό του
βαρελιού, όπου θα εφαρμόσουν τα καπάκια. Το εργαλείο που χρησιμοποιούν
στις άφουρες λέγεται ντινιαδόρος, ενώ στα μικρά βαρελάκια πάρμα. Στις
άφουρες προηγείται λείανση της εσωτερικής επιφάνειας, όπου θα γίνει η
πατούρα με εργαλείο που λέγεται καβουρορούκανο. Λείανση της εσωτερικής
καμπύλης επιφάνειας του βαρελιού γίνεται και με το γλύπτρο, ένα είδος
πλάνης με καμπύλη λάμα. Αφού ετοιμαστούν και τα δύο άκρα, ανοίγεται η
τρύπα, πρώτα με ματικάπι και ύστερα με εργαλείο που μοιάζει με μισό
χωνί και λέγεται καρκουνάρα. Στη
συνέχεια αρχίζει η κατασκευή των δύο καπακιών, τα φούντια, όπως τα
έλεγαν παλαιότερα. Πρώτα γίνεται το πισινό φούντι και ύστερα το
μπροστινό. Ο μάστορας κόβει τις σανίδες με το πριόνι, τις ροκανίζει και
τις λειαίνει με την πλανοπούλα. Τα ξύλα ενώνονται μεταξύ τους με
δίμυτες πρόκες (ξύλινες παλιότερα) σε σημεία που έχει προηγουμένως
σημαδέψει ώστε να μην συμπίπτουν οι πρόκες. Πριν καρφωθούν όμως
στρώνεται στον αρμό φύλλο από ψαθί για καλύτερη στεγανοποίηση. Το
φούντι δεν είναι τελείως επίπεδο: τα δύο ακραία ξύλα, που λέγονται
πέννες, έχουν ελαφριά κλίση προς τα έξω, ώστε το καπάκι να ακολουθεί
την ίδια ελαφριά καμπύλη που έχει και το όρλο -και κατ' ακολουθία και η
πατούρα- του βαρελιού. Τώρα
θα πρέπει να σχεδιάσει πάνω στα ξύλα τον κύκλο που αντιστοιχεί στο
άνοιγμα του βαρελιού. Με το κουμπάσο (διαβήτη) κάνει δοκιμές πάνω στο
βαρέλι ωσότου χωρέσει έξι φορές ή κουμπασιές στην περιφέρεια του
βαρελιού και τότε ξέρει εμπειρικά ότι έχει βρει την ακτίνα του κύκλου.
Βουτάει το ένα άκρο του κουμπάσου σε χρώμα (ώχρα και νερό) και
σχεδιάζει πάνω στο φούντι τον κύκλο. Αφού κόψει τα ξύλα διαμορφώνει την
περίμετρο του φουντιού, που πρέπει να έχει μια λοξή απότμηση ώστε να
χωράει στην πατούρα. Το αποτετμημένο αυτό άκρο λέγεται φρύδι και η
εργασία απότμησης σπετσάρισμα. Το εργαλείο που χρησιμοποιεί είναι η
νταγιαδούρα. Κάθε λίγο ελέγχει με το κουμπάσο και στο τέλος φινίρει το
άκρο με την πλανοπούλα. Τα φούντια είναι έτοιμα και πρέπει να
τοποθετηθούν. Η δουλειά είναι δύσκολη και θέλει δύο άτομα. Πρώτα
τοποθετείται το πίσω φούντι. Ένας μπαίνει μέσα στο βαρέλι για να
σπρώχνει το καπάκι και ο άλλος, απέξω, ανασηκώνει τα άκρα του βαρελιού
με ένα σύστημα μοχλού χρησιμοποιώντας δύο λάμες: την ντούμπλα και το
τριφούντι. Συγχρόνως τοποθετεί ψαθί για στεγανοποίηση, ανοίγοντας τις
ντούγες με το καλαφατικό, το οποίο χτυπά με σφυρί. 'Οταν
τοποθετηθεί το μπρος φούντι το μόνο που μένει είναι ν' ανοίξει την
τρύπα της κάνουλας, τη μαΐστρα, την οποία σημαδεύει στην ευθεία της
καρκούνας, της τρύπας δηλαδή που βρίσκεται στην κοιλιά του βαρελιού.
Μερικές φορές ανοίγει και δεύτερη τρύπα λίγο πιο πάνω από τη μαΐστρα:
λέγεται πίρος και είναι πολύ στενή. Αυτή χρησιμοποιούν για να ελέγξουν
το κρασί και για να δώσουν δείγμα στους εμπόρους. Το
ξύλο με τον καιρό αντικαταστάθηκε από άλλα υλικά. Για σπιτική χρήση τα
τελευταία χρόνια χρησιμοποιούνται τα πλαστικά βαρέλια που είναι πιο
φτηνά και ελαφριά. Επίσης και τα ανοξείδωτα δοχεία έχουν αρχίσει να
κερδίζουν έδαφος αν και λόγω κόστους παραμένουν η τελευταία επιλογή. Τα
ξυλοβάρελα παραχωρούν τη θέση τους για τα σπιτικά κρασιά αλλά την
διατηρούν στις οινοποιείες καθώς η δρυς είναι απαραίτητη για την
ωρίμανση των μεγάλων ερυθρών κρασιών για να μην ξεχάσουμε την τάση και
τα λευκά κρασιά να περνούν ένα διάστημα της ζωής τους στο
βαρέλι. Σήμερα
το επάγγελμα του βαρελά δε δείχνει να αντέχει στην πίεση του
ανταγωνισμού των οργανωμένων, μεγάλων βιομηχανιών βαρελιών, κυρίως από
τη Γαλλία. 'Οσοι υπάρχουν είναι παλιοί που έχουν απομείνει σαν δείγματα
μιας άλλης εποχής
~ " Τα Σώπικα " - Αθανασίου Χ.
Παπαχαρίση -
" ΤΑ ΣΩΠΙΚΑ "
Η ΣΥΝΘΗΜΑΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΒΑΓΕΝΑΔΩΝ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ
Αθανασίου Χ.Παπαχαρίση (
" ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ " : 1930 τεύχος Γ' και 1932 τεύχος Α-Γ )
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
-- Η Σωπική : χωριό του Πωγωνίου της Αλβανικής επικράτειας, βρίσκεται
στα Ελληνοαλβανικά σύνορα ,είναι το πρώτο χωριό που συναντά κανείς από
την διέλευση Δρυμάδων Πωγωνίου.
Το χωριό καθώς είναι κτισμένο στους πρόποδες του βουνού
Μερόπη-Νεμέρτσικα , επάνω σε μικρούς λοφίσκους κατάφυτους από αμπέλια
και περιβόλια φυλλοβόλων,ντόπιων φρουτόδεντρων ζει έντονα τις τέσσερις
εποχές του χρόνου.Στην πάντερπνη Σωπική όμως η αγροτική παραγωγή δεν
επαρκεί.Έτσι από αμνημόνευτα χρόνια οι κάτοικοί της ,για βιοποριστικούς
λόγους,είχαν καταπιαστεί με τη τέχνη του "βαγενά" (βαρελά) ,
εργαζόμενοι όχι μόνο στην περιοχή τους , αλλά σε ολόκληρα τα Βαλκάνια
και ακόμη πιο πέρα.
Παρέες συγγενών και φίλων άφηναν το χωριό μετά το Πάσχα και ξαναγύριζαν
του Αη Φιλίππου , τον Νοέμβρη.Σε αυτό το διάστημα "σκορπίζονταν" από
την Κρήτη και την Νότια Πελοπόννησο ως τα βορειότερα σημεία των
Βαλκανίων .... είχαν φθάσει ως την Ουγγαρία , όπου κατά την παράδοσή
τους , αναμείχθηκαν με την καλλιέργεια της ποικιλίας σταφυλιού
"τοκάϊ"...
Δεν ήταν μόνο τα φημισμένα κρασοβάρελα ("βαγένια") , που έφτιαχναν ,
αλλά και "" "μπούντενες" για τυριά ,"αρμεχτούρες" και "βεδούρες" και
"τρουμπέκια" (* σημείωση : αγγεία της γαλακτοπαραγωγής) που πολλές
φορές η άφθαστη τέχνη τους τα έφκιαχνε χωρίς να αγγίξη καρφί επάνω τους
και τα στέλλαν στις εκθέσεις των λαϊκών πανηγυριών ,έργα λαϊκής τέχνης
θαυμαστά.
*Στο Μέγα Σπήλαιο μέχρι τελευταία σωζόταν δύο τεράστια κρασοβάρελα ,
που έπαιρναν 5-7.000 οκάδες κρασί το καθένα ονοματισμένα με τα σεμνά
και λειψά ονόματα των απλοϊκών τεχνητών τους "Σταμάτης" και "Αγγελής"
"". (Α.Χ.Μαμόπουλος -ΗΠΕΙΡΟΣ).
Τα ταξίδια αυτά και η γνωριμία τους με τον "κόσμο" τους έκαναν έξυπνους
, διπλωμάτες και αλληλοϋποστηριζόμενους μεταξύ τους , "ενωμένο χωριό"
,που λένε.
Σύμφωνα με την τοπική τους παράδοση είχαν "κρύψει" τον Αλή Πασιά την
εποχή που ήταν ακόμη ληστής , όταν τον κυνηγούσε το επίσημο κράτος ...
Λέγετε ,ότι είχαν κατασκευάσει (σε χρόνο "ρεκόρ") τριπλό βαρέλι ,του
οποίου τα δύο ακρινά τα γέμισαν με κρασί και στο μεσαίο έκρυψαν τον
Αλή.Αυτό είναι αληθινό γιατί όταν ανέβηκε ο Αλής στο Πασαλίκη των
Γιαννίνων ,θυμούμενος την ευεργεσία,εγκατέστησε τον Παπαγιάννη (Παπά
και προύχοντα του χωριού) στη Μονή Ταξιαρχών της Νίβανης και μετά τον
θάνατό του διέθεσε χωράφια της Τσιάτιστας για την χήρα του.Το γιό του
Παπαγιάννη Αθανάσιο τον είχε μαζί του κατά τις εκστρατείες του εναντίον
των Σουλιωτών.
Μετά τον τελευταίο πόλεμο (1944...) ξεκίνησαν όλοι μαζί να περάσουν
στην Ελλάδα , το επιχείρημα αυτό απέτυχε (πάντα κάποιος βρίσκετε από
μέσα...) και οι Σωπικιώτες υπέφεραν πολύ τα χρόνια της δικτατορίας.
Αλλά και στα γράμματα και τις επιστήμες δεν πήγαν πίσω . Σωπικιώτης
ήταν ο φημισμένος δικηγόρος της Κωνσταντινούπολης ( 19ος-20ος αιώνας)
και κατόπι έφορος καπνού Αργυροκάστρου Μερτζανόπουλος.Γιατροί όπως ο
Γκινόπουλος και ο Ζέρης ... Δάσκαλοι , Παπάδες "άφησαν όνομα" στην
εποχή τους. Με το άνοιγμα της μετανάστευσης στην Αμερική από τις αρχές
του 20ου αιώνα ξενιτεμένοι πατεράδες από την Σωπική σπούδασαν τα παιδιά
τους και διακρίθηκαν σε Ελλάδα και Αλβανία.
Για επαγγελματικούς λόγους ... για λόγους ανάγκης στα επαναλαμβανόμενα
ταξίδια τους ,είχαν φτιάξει με τον καιρό ένα συνθηματικό "γλωσσάρι"
περισσότερο με ελληνικές "λαϊκές" λέξεις και λιγότερο με
αλβανικές,ρουμάνικες,βουλγάρικες ... , που μας πείθουν "περί της
εκτάσεως των αποδημιών των".
Ο πατέρας μου από τα μαθητικά του χρόνια στην Πωγωνιανή (Βοστίνα) , κι
εγώ στην γειτονιά μου και το σχολείο , είχαμε συνδεθεί φιλικά με
Σωπικιώτες. Το παράξενο συνθηματικό ιδίωμά τους (όταν ήθελαν να πουν
κάτι μεταξύ τους) με παραξένευε ,αλά μου προκαλούσε και γέλιο γιατί
λέξεις της καθομιλουμένης ελληνικής έπαιρναν άλλο νόημα ... Αργότερα
στην προχωρημένη εφηβία και μετά , είχε εξοικειωθεί όλη η
βορειοηπειρώτικη παρέα μας στα Γιάννινα,με πολλές λέξεις του
συνθηματικού αυτού ιδιώματος και τις χρησιμοποιούσαμε μεταξύ μας : ...
"Το λιάνομα"=το παιδί, "η λιανοματίνα" = η κοπέλα , "θα το ζώσουμε για
το κούφαλο" = θα πάμε σπίτι , "ο μαλάτος" = ο παπάς , "ο πίκος" = ο
φαλακρός , "κομένοι" = χρήματα , "δεν βροντάω κομένους" = δεν έχω λεφτά
, "ο κολερός" = ο χωροφύλακας ... και άλλα "σόκιν" και πολλά ακατάλληλα
... ξεχασμένα ... αξέχαστα σήμερα....
***************
Το Γυμνάσιο της Βοστίνας - Πωγωνιανής μαζί με το Ιεροδιδασκαλείο του
Σπυρίδωνα Βλάχου στη Βελλά , ήταν τα προ του 1940 χρόνια ο κυρίως
προορισμός των Ηπειρωτόπουλων , που τα χωριά τους πέρασαν με την χάραξη
των συνόρων στην Αλβανία, και ήθελαν να συνεχίσουν στα "γράμματα" και
τις σπουδές.
Στην Πωγωνιανή υπηρέτησε για χρόνια ο φιλόλογος Αθανάσιος Χ.
Παπαχαρήσης , ο οποίος πέρα από την όρεξη για μάθηση ,που διέκρινε
στους "απέκει"μαθητές του , κατάλαβε ότι εκεί , πέρα από τα σύνορα ,
υπήρχε ένα ιστορικός και λαογραφικός πλούτος "υπό πίεση" και εσκεμμένη
κρατική αλλοτρίωση που χάνονταν.
Παρότρυνε λοιπόν τους Βορειοηπειρώτες
μαθητές του στην "έρευνα" και καταγραφή των ιδιαιτεροτήτων της περιοχής
που ζούσαν. Από οικογενειακή μου μαρτυρία μπορώ να αναφέρω ,ότι ήταν ο
πρώτος που ερεύνησε το έργο του λόγιου της τουρκοκρατίας Κοσμά
Θεσπρωτού και όταν πληροφορήθηκε ότι ο πατέρας μου καταγόταν από το
ίδιο χωριό τον παρότρυνε να ερευνήσει για αυτόν και τότε βρέθηκαν τα
χειρόγραφα διδασκαλίας του ,τα οποία μεταφέρθηκαν στον καθηγητή του και
διασώθηκαν.Την περίπτωση αυτή την αναφέρει και ο ίδιος ο Α.Παπαχαρήσης
στα προλεγόμενα της "Γεωγραφίας"του Κοσμά Θεσπρωτου (έκδοση ΕΗΜ
1965).Γνωρίζω ακόμη ότι παρότρυνε τον μαθητή του και έπειτα διευθυντή
του Αρσακίου Αθηνών Ν.Παπαδόπουλο με καταγωγή από την Γορίτσα Δερόπολης
,στην καταγραφή και έρευνα λαογραφικών και ιστορικών στοιχείων της
περιοχής και ήταν αυτό το "κέντρισμα" στην μετέπειτα συγγραφή πολλών
άρθρων και βιβλίων από τον Ν.Παπαδόπουλο.Υπήρξε ακόμη ο πνευματικός
"καθοδηγητής" του λαογράφου και όχι μόνο της περιοχής μας
Α.Χ.Μαμμόπουλου και πολλών άλλων. Αποτέλεσμα αυτών των ερευνών ήταν και
η καταγραφή της συνθηματικής γλώσσας των "βαγενάδων" της Σωπικής που
μεταφέρω παρακάτω από τα "Ηπειρωτικά Χρονικά" του 1930-32.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
-- Αφιερώνετε στην μνήμη της παρέας φίλων απο το Γυμνάσιο Πωγωνιανής :
Νίκου Θ.Μαυρομάτη γιατρού από την Σωπική,Βασίλη Φώτου γιατρού από την
Πολύτσανη,Λάζαρου Πουλογιάννη γιατρού από την Λεσινίτσα,Αλέκου
Μαμμόπουλου λαογράφου-συγγραφέα- προέδρου της "Ηπειρωτικής Εταιρείας
Αθηνών" από την Στεγόπολη,Πάνου Γιωβάννη γιατρού από τους
Γεωργουτσάτες.
-- Αφιερώνετε στη μνήμη των γειτόνων μου Σωπικιωτών στα Γιάννινα:
Μήτσου Ζεστάτση,Βασίλη και Αλεξάνδρας Μεζύνη , Κάλιος Γκιώκα -Γαντζία
..... και όλων των άλλων....
-- Αφιερώνετε στον παιδικό μου φίλο Τάκη Μεζύνη στην μακρυνή Αμερική.
φίλ.Π.γ. 8ος/2014
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~